Τετάρτη 13 Οκτωβρίου 2010

Δεν ξέρω γιατί



Έφερα δυό πιάτα, μαχαίρι, μαρμελάδα, τυρί και τοποθέτησα το ψωμί από flax seed που μας έστειλε ο άντρας της στο ξύλινο τραπέζι της βεράντας.
Μέσα, μέσα βρισκόμαστε για πρωινό στο σπίτι της ή στο δικό μου. Ένα luxury της ζωής που είπαμε να μην χάσουμε και να κρατήσουμε τη συνήθεια έστω αραιά και που… και όσο πάει.
Μου είπε και της είπα διάφορα… περί οικογένειας, υγείας, επιστήμης, σχέσεων, δουλειάς…
Της είπα για το ντοκιμαντέρ που ετοιμάζω για την κατεχόμενη Εφτακώμη. Για το τι σημαίνει να χάσεις το σπίτι σου. Ένα μέρος του εαυτού σου, της ταυτότητας σου που το αποχωρίζεσαι χωρίς τη θέληση σου. Που ακόμα και αν σου το δώσουν πίσω δεν το δέχεσαι. Όχι πως δεν το θέλεις αλλά γιατί δεν είναι πια το ίδιο. Άλλων οι ζωές κατοικούν πίσω από τα παράθυρα και τις πόρτες και άλλων η ιστορία καταγράφεται ανάμεσα στους τοίχους. Ενώ της μιλούσα το σιωπηλό της βλέμμα καρφώθηκε στην απέναντι καρέκλα. Τα μάτια της βούρκωσαν.
Δεν ήξερα τι να σκεφτώ. Δεν είναι δυνατό να μπορεί να νοιώσει ένα τέτοιο πόνο. Ίσως είμαι prejudiced και νομίζω ότι μόνο οι πρόσφυγες μπορούν να καταλάβουν. Ήξερε όμως καλά την Κερύνεια. Ξόδευαν πολλά από τα καλοκαίρια τους εκεί. Τα πλείστα τους σαββατοκύριακα. Και μένα με ξέρει καλά. Ένοιωθα ότι καταλάβαινε τι της έλεγα.
‘Κλαίεις?’, την ρώτησα.
Άφησε το δάκρυ να κυλήσει στο μάγουλο της.
‘Μα γιατί?’
‘Είναι ένα issue για μένα πολύ οδυνηρό’, μου απάντησε. ‘Αυτό. Να χάσεις το σπίτι σου. Δεν ξέρω γιατί. Με πειράζει πολύ.’
Με συγκίνησε.
Σήμερα από όλα όσα είπαμε διάλεξα να κρατήσω αυτό.